ανθώ

ανθώ
(AM ἀνθῶ, -έω)
1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω
2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου
3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω
μσν.
1. προέρχομαι, κατάγομαι
2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί
αρχ.
1. (για τα νεανικά γένια) φυτρώνω
2. μτφ. (για χρώματα ή ρούχα) λάμπω, είμαι λαμπερός
3. (για πρόσωπα) ακμάζω, είμαι δημοφιλής, αγαπητός από τον λαό
4. βρίσκομαι σε έξαρση, κορυφώνομαι
5. είμαι γεμάτος από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος.
ΣΥΝΘ. διανθώ, εξανθώ, επανθώ
αρχ.
ανανθώ, απανθώ, ευανθώ, κακανθώ, μετανθώ, οψιανθώ, πα ρανθώ, περιανθώ, περιεξανθώ, προανθώ, προεξανθώ, προσανθώ, συνανθώ, συνε ξανθώ, υπανθώ, υπερανθώ, υπερεξανθώ, χλοανθώ
νεοελλ.
ξανανθώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθώ — ανθώ, άνθησα, ανθισμένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ανθώ : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι του ενεστώτα σε ώ και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα. Θεωρούμε ότι στην περίπτωση του ανθώ και του …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανθώ — βλ. ανθίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνθῶ — Ἀνθάς masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθῶ — ἀνατίθημι lay upon aor subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνθέω blossom pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνθέω blossom pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνθω — Ἄνθης masc gen sg (attic epic ionic) Ἄνθος masc nom/voc/acc dual Ἄνθος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθω — ἀνατίθημι lay upon aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνθῳ — Ἄνθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • επιθηλώ — ἐπιθηλῶ, έω (Α) θάλλω, ανθώ και κοντά σε κάτι ή επί πλέον, αυξάνομαι, ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. τού επι θάλλω «ανθώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσανθώ — έω, Α 1. ανθώ, θάλλω, ακμάζω επί πλέον 2. προσδίδω λάμψη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνθῶ «ανθίζω, ευημερώ, λάμπω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”